- πολυχηλικός
- -ή, -ό, Νχημ. (για πολυμερή υλικά) αυτός που περικλείει στις μακρομοριακές αλυσίδες του ή στις τυχόν διακλαδώσεις τους μεταλλικά σύμπλοκα και, έτσι, εμφανίζει ποικίλες ιδιότητες και παρουσιάζει μεγάλη θερμική σταθερότητα και μειωμένη διαλυτότητα.
Dictionary of Greek. 2013.